ἐξιλάσκομαι

ἐξιλάσκομαι
ἐξιλάσκομαι (s. ἱλάσκομαι) fut. ἐξιλάσομαι; 1 aor. ἐξιλασάμην; fut. pass. 3 sg. ἐξιλασθήσεται LXX. When one endeavors to attain the goodwill of another, the word can be rendered appease (a pers. PTebt 750, 16 [II B.C.]); in this sense ἐ. is akin to θεραπεύειν as in Thu 1, 137, 3 τινὰ χρημάτων δόσει. Throughout Greek lit., deity is the most freq. obj. (as early as the oracle in Hdt. 7, 141 Δία; X., Cyr. 7, 2, 19 Ἀπόλλωνα; Menand., Fgm.754, 6 Kö. [=544, 6 p. 164 Kock] τὸν θεόν; Polyb. 3, 112, 19; Diod S 1, 59, 2 θυσίαις τὸ θεῖον; 14, 77, 4 τ. θεούς; 20, 14, 3; Strabo 4, 1, 13; Dio Chrys. 15 [32], 77; Ael. Aristid. 46, 3 K.=3 p. 30 D.; Zech 7:2; 8:22; Ezk 16:63; PsSol 3:8; TestLevi 3:5 πρὸς κύριον; JosAs 28:5; EpArist 316; Philo, Poster. Cai. 72 [after Lev 16:10]; Jos., Bell. 5, 19; SibOr 7, 30.—S. ἱλάσκομαι and ἵλεως). In 1 Cl 7:7; Hv 1, 2, 1 sin necessitates appeasement of God (cp. IG II2, 1366, 15f=SIG 1042 [II/III A.D.] ἁμαρτίαν ὀφειλέτω Μηνὶ Τυράννῳ, ἣν οὐ μὴ δύνηται ἐξειλάσασθαι [= let such a one be liable to Sovereign Men for an offense for which there is no expiation]; s. also Just., A I, 50, 2 τοῖς ἀνόμοις ἐξιλάσεται [for Is 53:12]).—TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξιλάσκομαι — ἐξιλάσκομαι (AM) [ιλάσκομαι] εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.) μσν. παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός αρχ. 1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας») 2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας… …   Dictionary of Greek

  • ἐξιλάσκομαι — ἐξῑλάσκομαι , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσκεσθε — ἐξῑ̱λάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres imperat mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμεθα — ἐξῑ̱λασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσασθε — ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor imperat mid 2nd pl ἐξῑ̱λάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμενον — ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp masc acc sg ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασάμην — ἐξῑ̱λασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg ἐξῑλασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασόμεθα — ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 1st pl (epic) ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσαντο — ἐξῑ̱λάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl ἐξῑλάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσατο — ἐξῑ̱λάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg ἐξῑλάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσεται — ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 3rd sg (epic) ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”